- ἀηδισμός
- ἀηδισμόςdisgustmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αηδισμός — ἀηδισμός, ο (Α) [ἀηδίζω] αηδία, σιχαμός … Dictionary of Greek
ἀηδισμῷ — ἀηδισμός disgust masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδισμόν — ἀηδισμός disgust masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδίζω — ἀηδίζω (AM) 1. αηδιάζω, προξενώ αηδία παθ. αισθάνομαι αηδία για κάτι 2. μέσ. αποστρέφομαι, σιχαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδής. ΠΑΡ. ἀηδισμός] … Dictionary of Greek